Οικονομισμός και κοινωνικές επιστήμες: μια αναθεώρηση
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 81, Heft 81, S. 63
ISSN: 2241-8512
133 Ergebnisse
Sortierung:
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 81, Heft 81, S. 63
ISSN: 2241-8512
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 62, Heft 62, S. 67
ISSN: 2241-8512
In: Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Band 8, Heft 1, S. 7
ISSN: 2585-3031
[Δεν διατίθεται περίληψη / no abstract available]
In: Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Band 2, Heft 2, S. 145
ISSN: 2585-3031
Δεν διατίθεται περίληψη / no abstract available
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 98, Heft 98-99, S. 21
ISSN: 2241-8512
<p>Οι σκοποί τον άρθρου αυτού είναι τρεις: Πρώτον, να παρουσιαστούν συνοπτικά<br />οι κύριες θεωρητικές προσεγγίσεις στο χώρο της οικογένειας, οι οποίες διατυπώθηκαν από τις κοινωνικές επιστήμες. Δεύτερον, να προτείνει μια θεώρηση, στα πλαίσια της διαπολιτιστικής ψυχολογίας, που να συνδέει τα στοιχεία: οικολογικές συνθήκες, κοινωνικοί θεσμοί, οικογενειακά σχήματα, και ψυχολογικές μεταβλητές. Τρίτον, να παρουσιαστούν ευρήματα από έρευνες που έχουν διε'ξαχθεί από τον Τομέα Ψυχολογίας τον Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο την επίδραση των προαναφερθέντων στοιχείων σε ψυχολογικές μεταβλητές, όπως οι οικογενειακές αξίες, οι συναισθηματικοί δεσμοί, κ.ά..</p>
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 101, Heft 101, S. 243
ISSN: 2241-8512
<p>Ο συγγραφέας, μελετώντας τα προβλήματα που προκύπτουν στην παραγωγή της κοινωνιολογικής γνώσης από την τομή μεταξύ επιστήμης και κοσμικής γνώσης και εξετάζοντας τις πηγές από τις οποίες αντλεί ο κοινωνιολόγος, επιχειρεί να καταδείξει τη σχέση μεταξύ λογοτεχνικών πηγών και κοινωνιολογικής ερμηνείας. Η κοινωνιολογική ανάλυση μπορεί να ανακαλύψει στα λογοτεχνικά έργα ερευνητικούς προσανατολισμούς που επιτρέπουν στον κοινωνικό επιστήμονα να αποφύγει τις λογοκρισίες ή τις αθεμελίωτες προϋποθέσεις της εργασίας του, οι οποίες εμπλέκονται σε μια επιστημονική ή εμπειριστική παράσταση της επιστημονικής εργασίας. Η παράσταση αυτή είναι εμφανής σήμερα όπου οι κοινωνικές επιστήμες κυριαρχούνται από μια θετικιστική φιλοσοφία.</p>
Nowadays, the issue of labour discrimination is a complex and living subject matter that raises questions about the adaptedness of the rights that are specifically protected by labour legislation to the situation experienced by employees. Legal writing and case-law in this field are constantly evolving. In the first part of this study, we have considered disability and health condition as prohibited grounds of discrimination. Thus, we first analyzed the social construction of disability. Indeed, contrary to the medical model, the social one moves the problem away from the individual person and places it in the social processes that are linked to human diversity. We have examined the statutory duty of reasonable accommodation provided to persons with disabilities and its implementation by case-law, positive actions and their role against disability based discrimination as well as the explanation of the differences in treatment based on disability. We have studied the United Nations Convention on the Rights of Persons with Disabilities, of 13 December 2006. This Convention has indeed become the core of European legislation and policy on disability, underlining its innovations. Furthermore, beyond the concept of "disability", we have considered the issue of whether illness and unfitness are sufficient to justify a termination or if they are grounds of discrimination. The European legislator does not seem eager to include them in the prohibited discrimination grounds. Our study of the legislation that is protecting against discrimination based on disability has led us to conclude that it has brought solutions in cases where protection against discrimination based on health condition is not regulated. The second part of our study is dedicated to the analysis of multiple discrimination. We have highlighted the ineffectiveness of the European legislation and, thus, that of the majority of legislations of the European Union Member States in fighting against it. We have noted that what should be questioned is the legal ...
BASE
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 154, S. 149
ISSN: 2241-8512
Η πανδημία που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 ανέδειξε πληθώρα ζητημάτων, τα οποία χρήζουν διερεύνησης υπό σύγχρονες διεπιστημονικές οπτικές. Ένα από τα θέματα που έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα όχι μόνο τις κοινωνικές επιστήμες αλλά το κάθε άτομο χωριστά είναι αυτό της μάσκας, το οποίο τίθεται στο σύντομο αυτό κείμενο στο επίκεντρο της συζήτησης. Η χρήση της μάσκας προβληματοποιείται σε σχέση με τις αισθήσεις, όπως τις προσεγγίζει ο Simmel (2017), ενώ οι τελευταίες ανοίγουν το δρόμο για διερωτήσεις σχετικά με τις έντονες κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων μηνών. Συγκεκριμένα, η χρήση της μάσκας φαίνεται να επηρεάζει όχι αυτή καθαυτήν την αίσθηση της ακοής, αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τους άλλους και τον εαυτό μας μέσω αυτής και τον τρόπο που χρησιμοποιούμε το σώμα μας σε σχέση με αυτήν˙ φαίνεται να δημιουργούνται νέα επικοινωνιακά μονοπάτια. Από την προβληματοποίηση των αισθήσεων φαίνεται ότι ο ιατρικός λόγος διαπλέκεται με τον πολιτικό και παρεισφρέει στην καθημερινότητα αφήνοντας τα μοντέλα εξουσίας να διαφανούν, δημιουργώντας παράλληλα σχήματα όπως απομόνωση-ασφάλεια, τα οποία μορφοποιούν το σύγχρονο επικοινωνιακό πλαίσιο και τον εαυτό. Υπό μια, επομένως, σύντομη «καλειδοσκοπική» οπτική, η μάσκα κατανοείται ως σύμβολο με πολλαπλά νοήματα, προσ-καλώντας στην απόδοση σημασιών και στον επαναπροσδιορισμό εννοιών.
Intersex people are born with sex characteristics that do not fit typical notions of male or female bodies and therefore they are stigmatised, marginalised and denied the recognition of their fundamental rights. Often, they are subjected to involuntary and harmful sex "normalising" surgeries at birth, that violate their bodily integrity, self-determination and informed consent, to fit in societal and legal norms. Then, binary legal frameworks prevent them from enjoying the rights to access identification documents, found a family and to be free from discrimination in all areas including employment and sports. This research identifies intersex rights' violations and analyses intersex people's legal demands as expressed by intersex activists themselves and delivered through statements and reports issued by intersex rights organisations, the United Nations and the Council of Europe. Then, the situation of intersex rights in regional jurisdictions worldwide and within the European Union in particular is examined with the purpose to detect existing legal barriers and suggest how intersex people could be accommodated under legal frameworks and reach sex/gender equality beyond binaries. ; Τα ίντερσεξ άτομα γεννιούνται με χαρακτηριστικά βιολογικού φύλου που δεν ταιριάζουν με τις κρατούσες αντιλήψεις όσον αφορά τα αρσενικά ή θηλυκά σώματα και επομένως στιγματίζονται, περιθωριοποιούνται και στερούνται την αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Συχνά υποβάλλονται σε ακούσιες και βλαβερές εγχειρήσεις αλλαγής φύλου κατά τη γέννηση, οι οποίες παραβιάζουν τη σωματική τους ακεραιότητα, την αυτοδιάθεση και την εν επι-γνώσει συναίνεσή τους με σκοπό να ταιριάζουν στους κοινωνικούς και νομικούς κανόνες. Στη συνέχεια, τα δυαδικά νομικά πλαίσια εμποδίζουν την απόλαυση των δικαιωμάτων πρόσβασης σε έγγραφα ταυτοπροσωπίας, της δημιουργίας οικογένειας και της μη διάκρισης σε όλους τους τομείς όπως στην εργασία και στην άθληση. Αυτή η έρευνα εντοπίζει παραβιάσεις δικαιωμάτων μεταξύ των φύλων και αναλύει τα νομικά αιτήματα των ...
BASE
The study looks into the interrelationship between social identity and forcible displacement and explores the question of how have the war and the experience of forcible displacement influenced IDPs' identification process or their sense of membership and belonging. One important characteristic of the subjects of this study is that they are re-settlers, meaning that they are former IDPs who did not wish to return to their pre-war places of residence after the war ended, but willingly decided to settle down in their place of refuge; thus, the study's interest also spreads to the question of what have been the reasons behind these group(s)' decision to resettle. The study intended to challenge the overall assumption that IDPs' resettlement decision in Bosnia and Herzegovina could be seen through the prism of their ethnic identifications and ethnic loyalties only. Also, it aimed to show that the shared ethnic identity between locals and newcomers in Bosnia and Herzegovina does not lessen the significance of perceived cultural differences between these two groups. In other words, the thesis intended to challenge the narratives of unconditional unity and cultural homogeneity within one particular ethnic group, which have often been stressed in the post-war rhetoric of the ethno-national political elites in Bosnia and Herzegovina. Finally, the study intended to explore the presumption that ethnically based groups and categories in Bosnia and Herzegovina, although very much present and influential, are not quite as solid, stable and relevant in all aspects of social life, as it has usually been stressed and given attention to. Thus, although ethnic identities are impossible to separate from the topics of war and forcible displacement in Bosnia and Herzegovina and this thesis too discusses these issues, it nevertheless attempts to point out that people in post-war Bosnia and Herzegovina possess a variety of different identities that, within particular social settings and under particular social circumstances, can matter ...
BASE
Στο παρόν άρθρο επιχειρείται η εξειδίκευση των κύριων χαρακτηριστικών ενός λειτουργικού συστήματος κοινωνικών υπηρεσιών και παροχών. Η εξειδίκευση αυτή επιτρέπει αφενός τη δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικών υπηρεσιών που διέπεται από κοινές θεμελιώδεις αρχές και αξίες, αφετέρου δε τον καθορισμό –σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία και πρακτική– του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισης τόσο των εθνικών όσο και των τοπικών αναγκών. Μετά την εισαγωγή του πλαισίου ανάλυσης για την ερμηνεία της εμπειρίας των κοινωνικώνυπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζεται το δίκτυο του ΕΚΚΑ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης) ως παράδειγμα ενός συντονιστικού κέντρου που συνδέει το ευρωπαϊκό, το εθνικό και το τοπικό επίπεδο. Τέλος, τονίζεται η κοινωνική προστιθέμενη αξία της δραστηριότητας των κοινωνικών υπηρεσιών, ιδίως των εθελοντικών, με έμφαση στον μη κερδοσκοπικό τους χαρακτήρα, τονειδικό ρόλο και την αποστολή τους στην κοινωνία, την αξιοποίηση των εθελοντών, καθώς και στο σύστημα ποιοτικής διαχείρισης που χρησιμοποιούν,προκειμένου να επιτυγχάνουν τις κατάλληλες ποιοτικές προδιαγραφές. ; This paper contributes to the development of a broader framework for the identification of the key features of a functional system of social services and benefits. This should allow for the elaboration of a social services' network ruled by common general principles and values. Related to this subject is the aim to determine –based on international experience and practices– the best way to deal with both local and national needs and vice versa. After introducing the framework of analysis used to interpret the experiences of social services providers across the European Union, we present the EKKA (National Centre for Social Solidarity) Network as an example of a coordination pole connecting theEuropean, the national as well as the local level. We conclude this paper by highlighting the civic added value of the activities of social services, andvoluntary social services in particular, with regard to the European Union and in the light of criteria such as their non-profit character, the special legal mandate given to them as civic actors, their mission within society, working with volunteers in particular, and their quality management system used to maintain adequate quality standards.
BASE
Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει επηρεάσει τις αρμοδιότητες των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Το στοιχείο αυτό είναι εμφανές τόσο στο πρωτογενές, όσο και στο δευτερογενές Δίκαιο της Ε.Ε., καθώς και μέσω του αυξανόμενου ρόλου των εργαλείων ήπιουσυντονισμού, όπως είναι η Ανοικτή Μέθοδος Συντονισμού (ΑΜΣ). Η επίδραση αυτή ωστόσο δεν αναμένεται να οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, αλλά στην ενίσχυση της δράσης στα πλαίσια ενός υπερεθνικού οργανισμού. ; The present paper argues that the European integration process has eroded the competence of member states in the social policy field. This process is discerned both in primary and secondary legislation, as well as in growing impact of soft policy instruments, such as the open method of coordination (OMC). However, this influence will not result in the formation of a European welfare state, but will be based on strengthened action within a supranational organization.
BASE
This thesis is about green public spaces in cities. In examining them, the thesis conceptualises green public spaces as the products of multidimensional and intertwined socio-natural processes, by employing a twofold theoretical framework that draws on the literatures on Urban Political Ecology (UPE) and the urban commons. An UPE-informed, critical account of green public space-related policies in the paradigms of sustainability and resilience serves to uncover their links to neoliberalisation processes. Turning its interest towards grassroots environmentalism, the thesis argues that the articulation of an urban political ecology of the commons could provide the way forwards for the production of more just and egalitarian urban environments. To this end, the thesis proposes the reconceptualization of the urban commons as socio-natural cyborgs produced through, discursive and material, commoning practices. The framework on cyborg commons theoretically and methodologically informs accounts of green public space production processes. Applying the above framework, the thesis examines how green public spaces are produced: through official policies inscribed in the sustainability and resilience paradigms; and through grassroots commoning initiatives. The empirical focus is placed on Thessaloniki, Greece, in the years 2010-2018 and during the crisis. First, an analysis of the institutional framework and policies for green public spaces in Greece and Thessaloniki sets the context in which the case-studies are located. Then, and focusing on Thessaloniki, the thesis examines: (1) the official policies for green public spaces in the Municipality of Thessaloniki (MoTh), and the case of the New Waterfront; and (2) the grassroots commoning practices of the Peri-Urban Gardening initiative (PERKA) at Karatassou ex-military camp, in the Municipality of Pavlos Melas (MoPM). One more case-study, the Metropolitan Park of Pavlos Melas, serves to better grasp the official context in which PERKA emerged. The examination of green ...
BASE
In this thesis we provide a discussion of the distinction between productive and unproductive labour in the classical and Marxian political economy as well as in the recent and current radical and Marxist literature. We stress the importance of the distinction for the construction of Marxian variables and especially for the estimation of labour productivity and productivity growth. Then, we compare and contrast Marxian productivity level and trend with its mainstream counterpart. In addition we discuss the heterodox literature on the determinants of productivity growth. Within the Marxist literature the Regulation School and the Social Structure of Accumulation School focus on the "social" determinants of productivity growth, while the Classical Marxian School argues that if the distinction between productive and unproductive labour is properly accounted for, then "technical" determinants of productivity growth are sufficient in explaining the growth profile of productivity growth. In the past this debate mainly used data for the United States during the period of the "productivity slowdown" of the 1970s and 1980s. In this thesis we attempt to shed new light in this debate by utilising an expanded dataset that includes most of the advanced capitalist countries and a time period that also includes the "neoliberal" period of the 1990s and 2000s, and utilising econometric techniques that are available today. ; Σε αυτή τη διατριβή προχωρούμε σε μια συζήτηση για τη διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία στην κλασική και μαρξική πολιτική οικονομία, καθώς και στην πρόσφατη και τρέχουσα ριζοσπαστική και μαρξιστική βιβλιογραφία. Τονίζουμε τη σημασία της διάκρισης για την κατασκευή των μαρξικών μεταβλητών και ιδιαίτερα για την εκτίμηση της παραγωγικότητας της εργασίας, και την αύξηση της παραγωγικότητας. Στη συνέχεια, συγκρίνουμε και αντιπαραβάλλουμε το επίπεδο και την τάση της μαρξικής παραγωγικότητας με το αντίστοιχο ορθόδοξο μέτρο. Επιπλέον, παρουσιάζουμε την ετερόδοξη βιβλιογραφία σχετικά με ...
BASE
The current thesis investigates the emergence, growth and trajectory followed by the Greek environmental movement. It tries to account for the apparent weakness of this movement and suggests that this should be traced back to the weakness of the Greek civil society, itself an outcome of the specific socio-economic development of Greece which allowed for vertical modes of political participation and societal organisation to prevail well into the end of the twentieth century. Trying to account for the failures of the Greek environmental movement following models established for western European countries, which enjoy a much stronger civil society, is starting with the wrong foot. The thesis follows the developments both at the socio-political and the administrative level over the last 25 years and reaches the conclusion that the Greek environmental movement, because of the specific social conditions prevailing in Greece, is an 'illusory' movement: it has the shape of a western-like environmental movement yet they are void of any substance. It is thus implied that the history of the Greek green movement over the past years might be typical of countries sharing a similar socioeconomic development to Greece's –that is other 'semi-peripheral' countries- yet the current thesis does not attempt any comparison. It rather establishes that any future comparative research involving Greece among other European countries should take into account the sui generis characteristics of the Greek case. Latest evidence [2001] points towards a 'Westernisation' of the Greek green movement, itself an outcome of developments both at the EU and the national level. Nevertheless it is still too early, and subsequently it would be highly speculative, to assume that the Greek green movement is about to embark on a trajectory similar to its western counterparts. Thus the current thesis is most probably an overview of things past. Developments in the coming years would allow researchers to account whether the Greek green movement f the 21st ...
BASE