Αυτό το άρθρο εξετάζει τη φύση της εκπαίδευσης ως αγαθό. Πρώτα παρουσιάζει την προσέγγιση που κυριαρχεί στην οικονομική βιβλιογραφία και υποστηρίζει ότι η εκπαίδευση, παρόλο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινωνικό αγαθό υπό τη στενή (τεχνική) έννοια του όρου, εντούτοις εμπεριέχει έναν μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών που τη διαφοροποιούν εμφανώς από τα συνηθισμένα ιδιωτικά αγαθά. Η διερεύνηση της μη-οικονομικής βιβλιογραφίας δίνει έμφαση σ' αυτή την ειδική φύση της εκπαίδευσης ως αγαθού. Γι ' αυτόν το λόγο το άρθρο διατυπώνει αντιρρήσεις στα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι η ιδιωτικοποίηση και οι αγοραίες μέθοδοι μπορεί να γίνουν τα θεμέλια αναβάθμισης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Σκοπός της εισήγησης είναι η κριτική προσέγγιση των πολιτικών που αναπτύσσονται σε εθνικό επίπεδο για την εκπαίδευση των χαρισματικών μαθητών και η κατανόηση της θέσης που αυτοί κατέχουν στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Αρχικά τίθεται το εννοιολογικό πλαίσιο της «χαρισματικότητας», όπως το όρισε ο J. Renzulli, καθώς, σύμφωνα με την Εθνική Ένωση για τα Χαρισματικά Παιδιά, συνιστά ένα από τα δύο πιο σημαντικά θεωρητικά πλαίσια που έχουν δοθεί διεθνώς για τον παραπάνω όρο. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στα χαρακτηριστικά των χαρισματικών παιδιών και αιτιολογείται η αναγκαιότητα της ύπαρξης ευέλικτων και εμπλουτισμένων Αναλυτικών Προγραμμάτων, καθώς και της εφαρμογής πρακτικών διαφοροποιημένης διδασκαλίας, ώστε να επιτευχθεί η ένταξη των χαρισματικών μαθητών στην κοινή τάξη του γενικού σχολείου. Έπειτα, παρουσιάζεται η ελληνική νομοθεσία που αφορά στην εκπαίδευση των χαρισματικών παιδιών και παράλληλα εξετάζεται αν το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα ανταποκρίνεται στις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που διαθέτουν. Τέλος, η εισήγηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ένα σαφές κανονιστικό πλαίσιο που να καλύπτει τις ανάγκες μάθησης των χαρισματικών παιδιών, με αποτέλεσμα αφενός να παραμελούνται στην τάξη και να μην αξιοποιούνται οι υψηλές τους ικανότητες και αφετέρου να παραβιάζεται το συνταγματικό τους δικαίωμα να έχουν πρόσβαση σε ίσες ευκαιρίες μάθησης, όπως και οι υπόλοιποι μαθητικοί πληθυσμοί.
Το άρθρο αυτό εξετάζει ορισμένες πτυχές της σύγχρονης θεωρητικής συζήτησης όσον αφορά τη θέση της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα και τις συνεπαγόμενες συνέπειες για τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ανάλυση εστιάζεται στην αντιπαράθεση της Κριτικής Θεωρίας με τον Κοινοτισμό. Η πολιτική των ταυτοτήτων στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες θέτει νέα διλήμματα τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις συνοδεύονται από μία ιδιότυπη παλινόρθωση της θρησκείας. Το στοιχείο αυτό εκφράζεται σε πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές και επηρεάζει γενικότερα την πολιτική κουλτούρα όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τέλος, υπό το φως αυτών των πολιτικών διλημμάτων εξετάζεται η πρόσφατη εκπαιδευτική πολιτική όσον αφορά το μάθημα των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο. ; The aim of this article is to examine some critical aspects of contemporary enquiry regarding the place of religion in the public sphere and its implications for basic individual freedoms and human rights. It particularly focuses on the debate between Critical Theory and Communitarianism. Modern globalized societies are confronted with critical dilemmas stemming from the politics of identity, which in some cases are followed by a peculiar resurgence of religion. These aspects are reflected on political and social practices and impact on political culture and human rights. Finally, in the light of the above dilemmas, the article examines recent education policy on religious teaching in Greek public schools.
Το άρθρο αυτό εξετάζει ορισμένες πτυχές της σύγχρονης θεωρητικής συζήτησης όσον αφορά τη θέση της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα και τις συνεπαγόμενες συνέπειες για τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ανάλυση εστιάζεται στην αντιπαράθεση της Κριτικής Θεωρίας με τον Κοινοτισμό. Η πολιτική των ταυτοτήτων στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες θέτει νέα διλήμματα τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις συνοδεύονται από μία ιδιότυπη παλινόρθωση της θρησκείας. Το στοιχείο αυτό εκφράζεται σε πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές και επηρεάζει γενικότερα την πολιτική κουλτούρα όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τέλος, υπό το φως αυτών των πολιτικών διλημμάτων εξετάζεται η πρόσφατη εκπαιδευτική πολιτική όσον αφορά το μάθημα των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο. ; The aim of this article is to examine some critical aspects of contemporary enquiry regarding the place of religion in the public sphere and its implications for basic individual freedoms and human rights. It particularly focuses on the debate between Critical Theory and Communitarianism. Modern globalized societies are confronted with critical dilemmas stemming from the politics of identity, which in some cases are followed by a peculiar resurgence of religion. These aspects are reflected on political and social practices and impact on political culture and human rights. Finally, in the light of the above dilemmas, the article examines recent education policy on religious teaching in Greek public schools.
<p><em>Στο άρθρο αυτό παρουσιάζεται μια πρώτη ανάλυση των απόψεων που έχουν οι εκπαιδευτικοί για </em>την <em>εισαγωγή και την αξιοποίηση σύγχρονων μορφών επικοινωνίας στην εκπαίδευση. Πρόκειται για απόψεις οι οποίες προέκυψαν στο πλαίσιο ευθύτερης έρευνας. Διερευνάται επίσης κριτικά το κοινό μεθοδολογικό υπόβαθρο στο οποίο φαίνεται να στηρίζονται τόσο η εκπαιδευτική πολιτική όσο και τα μοντέλα που καταγράψει η θεωρία στον τομέα αυτόν. Η εναλλακτική προσέγγιση, η οποία σκιαγραφείται. ξεκινά μεθοδολογικά από την υπόθεση ότι τόσο το διαδίκτυο όσο και η κινούμενη εικόνα αποτελούν κατά βάση μη παραδοσιακές μορφές επικοινωνίας. Από την άποψη αυτή, δεν αρκεί </em>οι <em>σύγχρονες μορφές επικοινωνίας να αποτελούν απλώς επέκταση ή συμπλήρωμα των ήδη κατεστημένων προσεγγίσεων και μορφών εκπαίδευσης, οι οποίες προσανατολίζονται στη διαμόρφωση νέου τύπου χειρωνακτών. Απαιτείται ριζική και συνολική αναδιάρθρωση τον θεσμού, η οποία συνδέεται άμεσα με το δημοκρατικό του χαρακτήρα.</em></p>
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση παρέχει δυνατότητες μάθησης σε πολλούς αλλά παράλληλα προκαλεί και εμπόδια πρόσβασης στα άτομα με αναπηρία (ΑμεΑ). Το παρόν άρθρο απευθύνεται στους φοιτητές με αναπηρία (ΦμεΑ) και ενθαρρύνει την ενσωμάτωση τους στο σχεδιασμό και τη διανομή υπηρεσιών πληροφόρησης. Επιπλέον, καταγράφει τη μηδαμινότητα αναφορών για την πληροφοριακή συμπεριφορά των ΑμεΑ στη βιβλιογραφία και στο χώρο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, η οποία δεν έχει ασχοληθεί με ζητήματα ισότιμης πρόσβασης αυτής της ευπαθούς ομάδας χρηστών. Με απώτερο στόχο την εξάλειψη της πληροφοριακής αναπηρίας, το άρθρο αυτό επισημαίνει τον ουσιαστικό ρόλο των βιβλιοθηκών, της νομοθεσίας και των υποστηρικτικών τεχνολογιών και τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα στους τομείς της on-line προσβασιμότητας, της πληροφοριακής συμπεριφοράς των ΦμεΑ και των αναπηριών στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. ; Distance education options create learning opportunities for many people but simultaneously, they erect access barriers for some individuals with disabilities. This paper addresses this target group - students with disabilities- and encourages their greater inclusion in the planning and delivery of library services. Furthermore, it identifies the lack of literature on information seeking behavior of people with disabilities and the fact that distance learning literature does not discuss issues of equal access for this vulnerable group of users. For eliminating information disability, this paper pinpoints the essential role of libraries, legislation and assistive technologies and highlights the need for further research and investigation in the fields of on-line accessibility, information seeking behavior of disabled students and disabilities in higher education.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η εκπαίδευση αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας, που αρχίζει να διαθέτει ικανότητα προσαρμογής στη συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Στη σύγχρονη παγκόσμια «κοινωνία» των πληροφοριών μια τέτοια ευκινησία προϋποθέτει διαρκή μελέτη και συστηματική αξιολόγηση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, την αναγνώριση των αντικειμενικών δυσκολιών και των ανασταλτικών παραγόντων. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (MME) και ιδιαίτερα ο έντυπος Τύπος αποσκοπούν στη γνήσια και πιστή απόδοση της πραγματικότητας, ενώ διαδραματίζουν ένα ρόλο κλειδί στη διαμόρφωση της αντίληψης για τα εκπαιδευτικά δρώμενα. Βασικός στόχος της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει το περιεχόμενο και το είδος της αρθρογραφίας για τον εκπαιδευτικό στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο σε δύο διαφορετικές δεκαετίες (1986 και 1998). Η επιστημονική ανάλυση της αρθρογραφίας δίνει την ευκαιρία σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (εκπαιδευτικούς, κοινή γνώμη, MME, εξουσία, προϊστάμενες αρχές) για πληρέστερη επίγνωση αλλά και βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας
The way each education system is organised is based on a political culture of values and a specific pedagogical and educational ideology, and is linked to the productive needs of each country. These options define the degree of centralisation or decentralisation of the system, shape the divisions of power, responsibility and responsibility between individual structures, define the operating framework and types of schools, support, training and evaluation systems for managers and teachers. The nature of the education system also determines the scope for management and guidance and class teachers in teaching.The introduction of educational innovations and the requirement to respond to students' learning specificities, frame the school unit's autonomy and the degree of freedom in programmes, objectives, teaching methodologies, selection of educational materials. Diversified education policies require flexibility in targeting, teaching methodology, guidance to build knowledge, develop skills and nurture positive values. The implementation of this education policy presupposes the appointment of education leaders as 'transformative leaders' and class teachers as 'catalysts' of the educational process. ; Ο τρόπος οργάνωσης του κάθε εκπαιδευτικού συστήματος στηρίζεται σε μια πολιτική φιλοσοφία αξιών και σε μια συγκεκριμένη παιδαγωγική και εκπαιδευτική ιδεολογία, συνδέεται δε με τις παραγωγικές ανάγκες της κάθε χώρας. Οι επιλογές αυτές προσδιορίζουν το βαθμό συγκεντρωτισμού ή αποκέντρωσηςτου συστήματος ,διαμορφώνουν τις κατανομές εξουσίας, αρμοδιότητας και ευθύνης μεταξύ των επιμέρους δομών, καθορίζουν το πλαίσιο λειτουργίας και τα είδη των σχολικών μονάδων, τα συστήματα υποστήριξης ,επιμόρφωσης και αξιολόγησης των στελεχών και των εκπαιδευτικών. Ο χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος καθορίζει και τα περιθώρια που έχουν τα στελέχη εκπαίδευσης στη διοίκηση και καθοδήγηση και οι εκπαιδευτικοί της τάξης στη διδασκαλία.Η εισαγωγή εκπαιδευτικών καινοτομιών και η απαίτηση για ανταπόκριση στις μαθησιακές ιδιαιτερότητες των ...
Ο σκοπός της ιατρικής εκπαίδευσης είναι η ανάπτυξη των ικανοτήτων των ιατρών και των κτηνιάτρων (συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση και συνεχιζόμενη επαγγελματική ανάπτυξη), αλλά και η αντιμετώπιση των αναγκών των ασθενών, μετις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις. Είναι αναμφισβήτητο ότι χωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση, με μέθοδο, επανάληψη και επαρκή έλεγχο του αποτελέσματος, δεν υπάρχει ασφάλεια στη χρήση νέων τεχνικών. Με την αλματώδη τεχνολογική πρόοδο, πολλά προγράμματα που είχαν ως βασική μέθοδο τη χρήση ζωικών προτύπων, τώρα μπορούν να αναπαραχθούν σε προσομοιωτές. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, ορισμένες επεμβάσεις προϋποθέτουν την εκμάθηση τους σε ζωικά πρότυπα. Παράλληλα έχουν αναπτυχθεί και σημαντικές εναλλακτικές μέθοδοι εκπαίδευσης, όπως με τη χρήση ψηφιακών προβολών, τη χρήση πτωματικών ιστών,την εκπαίδευση μέσω ηλεκτρονικών προσομοιωτών, τη χρήση τρισδιάστατων κατασκευών, τη συμμετοχή σε χειρουργεία,τη χρήση απλών κατασκευών και άλλες μεθόδους. Οι εναλλακτικές μέθοδοι εκπαίδευσης αποτελούν μια δυναμική κατάσταση,που συνεχώς βελτιώνεται και εμπλουτίζεται και με νέες τεχνικές. Η εμπειρία των εκπαιδευτών, αλλά και η ανάγκη για όλο και μικρότερη χρήση ζωικών προτύπων, έχει προσφέρει σημαντικούς καρπούς στην ιατρική και κτηνιατρική εκπαίδευση. ; The purpose of medical education, as well as of skills for medical doctors and veterinary doctors (continuing medical education and professional development), is to encourage decision-makers and healthcare professionals to ensure appropriate mechanisms for safe medical care. Medical education has been affected by several technological and financial developments. The rapidly evolving technology and knowledge challenged traditional educational concepts. Also alternative methods for training are in use in many centres worldwide (patient simulators, cadaver tissues, robotics, participation in daily surgery and other).
This survey aims at exploring and critically analysing good practices and obstacles to primary education for refugees. In this regard, it looks at the link between teaching the foreign language and strengthening students' self-esteem, strengthening their resilience and creating relationships with their classmates and the new environment as developed as compacting a number of factors (relevant legislation, reception by the local population, teacher education, integration and participation methods). The above in the bibliographic review is comprehensively approached on the basis of international practices and conclusions in comparison with what we find in Greek reality. This allows us to lead us to proposals on improving educational services in practical and legislative terms. The five teachers who took part in the semi-structured interviews were instrumental in ensuring that the investigation moves holistically to examining the current Greek reality of the last three years and to highlight positive and negative aspects of the developments in our schools and make the teachers of all structures (class teachers, SPAs, DOEPs) as subjects that are crucial for the future of refugee pupils and their harmonious development. ; Η έρευνα αυτή στοχεύει στην διερεύνηση και κριτική ανάλυση καλών πρακτικών αλλά και εμποδίων στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση προσφύγων. Σε αυτή την κατεύθυνση εξετάζει την σχέση της διδασκαλίας της Ξένης Γλώσσας με την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των μαθητών, την ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας τους και την δημιουργία σχέσεων με τους συμμαθητές τους και το νέο περιβάλλον όπως αυτές αναπτύσσονται ως συμπύκνωση μίας σειράς παραγόντων (σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων, υποδοχή από τον ντόπιο πληθυσμό, εκπαίδευση εκπαιδευτικών, μέθοδοι ένταξης και συμμετοχής). Τα παραπάνω στην βιβλιογραφική ανασκόπηση προσεγγίζονται διεξοδικά με βάση διεθνείς πρακτικές και στα συμπεράσματα συγκριτικά με όσα εντοπίζουμε στην ελληνική πραγματικότητα. Αυτό μας δίνει την δυνατότητα να οδηγηθούμε σε προτάσεις σχετικά με την βελτίωση ...
Το άρθρο αυτό αποσκοπεί στη διερεύνηση των επιπτώσεων της κρίσης στην εκπαίδευση, εξετάζοντας την πρόσβαση, την αποφοίτηση, τη χρηματοδότηση, τα σχολεία, τους εκπαιδευτικούς και τους σπουδαστές. Αυτές και άλλες πλευρές της εκπαίδευσης εξετάζονται στη βάση στατιστικών δεδομένων, τα οποία συλλέγονται και εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς και Ελληνικές πηγές. Προκειμένου να διερευνηθούν διακυμάνσεις και τάσεις, τα δεδομένα που εξετάζονται καλύπτουν τη χρονική περίοδο πριν και μετά την εκδήλωση της κρίσης από το 2000-2013. Επιπρόσθετα εξετάζονται σε γενικές γραμμές, οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και η εκπαιδευτική πολιτική, καθώς αποτελούν το πλαίσιο στο οποίο η εκπαίδευση επιτελεί το έργο της. Έχοντας ως αφετηρία την έννοια της ισότητας, οριζόμενης κανονιστικά, ως ισότητα των ευκαιριών και αξιοκρατία, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η εκπαίδευση έχει επηρεαστεί από την κρίση.: σε μικρό και μεσαίο επίπεδο ανάλυσης, η χρηματοδότηση, τα σχολικά κτίρια και οι εκπαιδευτικοί έχουν υποστεί μείωση. Σε ένα μακροεπίπεδο ανάλυσης, η εκπαίδευση με όρους πρόσβασης και απόκτησης τίτλων σπουδών συνεχίζει να αυξάνεται, αλλά σε βραδύτερο ρυθμό απ' ό,τι πριν την εκδήλωση της κρίσης. ; The article aims at exploring the ramification of the crisis on education in terms of access to education, educational attainment of the population, funding, schools, teachers and students. These and other aspects of education are examined on basis of statistical data that has been collected and published by international agencies and Greek sources. In order to analyse fluctuations and trends, the data examined covers a period before and after the onset of the crisis (in 2009), namely from 2000 to 2013. In addition, socio-political developments and educational policy are taken into consideration, for they form the context in which education operates.The concept guiding this endeavour is equity; it is defined normatively as equality of opportunity and meritocracy, the two principles upon which social institutions function in a democratic society.The results point to differences in the ways education has been affected by the crisis: at micro and meso level, for example, the funding, the school units and the education personnel have been reduced; at macro level, access to education and education attainment continues to rise, but to a lesser degree than before the onset of the crisis.