Suchergebnisse
Filter
8 Ergebnisse
Sortierung:
ΟΙ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ "ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ" ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 119, Heft 119, S. 63
ISSN: 2241-8512
ΕΛΕΝΗ ΜΠΡΙΚΑ, 2005, ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΑ ΤΡΑΜΑΚΙΑ και ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΤ. ΠΕΤΡΑΚΗΣ, 2005, ΤΟ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ ΓΕΛΙΟ, ΑΘΗΝΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΤΡΑΠΟΣ
In: Epitheōrēsē koinōnikōn ereunōn: The Greek review of social research, Band 119, Heft 119, S. 215
ISSN: 2241-8512
SSRN
Working paper
The effectiveness of the worldview transformation approach to peace education in protracted ethno-nationalist conflicts : the case of Cyprus ; Η αποτελεσματικότητα της κοσμοθεωρία του μετασχηματισμού στα πλαίσια μιας παρατεταμένης εθνοκοινοτικής σύγκρουσης : την περίπτωση της Κύπρου
Includes bibliographical references (p. 163-187). ; Number of sources in the bibliography: 263 ; Thesis (Ph. D.) -- University of Cyprus, Faculty of Social Sciences and Education, Department of Social and Political Sciences, 2013. ; The University of Cyprus Library holds the printed form of the thesis. ; Η παρούσα διατριβή εξετάζει την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της Κοσμοθεωρίας του Μετασχηματισμού «(ΚΜ)». σε ένα καινοτομικό πλαίσιο της εκπαίδευσης για την Ειρήνη (Danesh & Danesh 2002a, 2002b, 2004b). Η Κοσμοθεωρία του Μετασχηματισμού (ΚΜ) ως διαδικασία της παιδαγωγικής για την Ειρήνη, σε προηγούμενες έρευνες και μελέτες, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματική στη μετατροπή της αρνητικής και διχαστικής κοσμοθεωρίας σε θετικές και διαλλακτικές πεποιθήσεις. Συγκεκριμένα μετά την συμφωνία του Dayton στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη εφαρμόστηκε ένα παιδαγωγικό πρόγραμμα για την Ειρήνη βασισμένο στις αρχές της ΚΜ με στόχο την επούλωση τραυμάτων του παρελθόντος και την προώθηση θετικών πεποιθήσεων μεταξύ Σέρβων, Βόσνιων και Κροατών. Η παρούσα διατριβή εξέτασε την αποτελεσματικότητα της ΚΜ στα πλαίσια μιας παρατεταμένης εθνοκοινοτικής σύγκρουσης: την περίπτωση της Κύπρου. Ένα πρόγραμμα ΕΓΕ, παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, αναπαράχθηκε και εφαρμόστηκε σε τέσσερεις Ελληνοκυπριακές τάξεις σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μια ομάδα εθελοντών δασκάλων επιλέχθηκε και στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε με στόχο την κατανόηση των αρχών της ΚΜ, καθώς και το πώς αυτή η μέθοδος μπορεί να ενταχθεί στα προγράμματα των μαθημάτων τους. Το πρόγραμμα της ΚΜ υλοποιήθηκε κατά τη διάρκεια ενός ακαδημαϊκού εξαμήνου από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 2012. Οι τρείς βασικοί στόχοι της παρούσας μελέτης ήταν η αποτελεσματική αξιολόγηση των κοσμοθεωριών των μαθητών και μαθητριών, η καταγραφή πληροφοριών που επιβεβαιώνουν την πρακτική εφαρμογή αυτών των αντιλήψεων και η ακριβής επισήμανση οποιασδήποτε βελτίωσης στις κοσμοθεωρίες και εθνοτικές αντιλήψεις. Συνεπώς σχεδιάσαμε και χορηγήσαμε ερωτηματολόγια στους μαθητές/μαθήτριες καθώς και σε ομάδες ελέγχου πριν και μετά το πείραμα που αξιολογούν τους προαναφερθέντες στόχους. Τα αποτελέσματα του πειράματος δείχνουν ότι το πρόγραμμα ΕΓΕ ήταν πράγματι αποτελεσματικό στη βελτίωση των αντιλήψεων, αλλά τελικά ήταν ανεπαρκή για την επίτευξη σημαντικών μεταλλαγών. Η Ανάλυση Συνδιακύμανσης (Analysis of Covariance) χρησιμοποιήθηκε για να επισημάνει τις σημαντικές διαφορές μεταξύ της ομάδας παρέμβασης και της ομάδας ελέγχου. Συγκεκριμένα, οι μαθητές μεγαλύτερης ηλικίας παρουσίασαν σημαντικές αλλαγές στην αντίληψη της κοσμοθεωρίας τους, ενώ οι νεότεροι μαθητές επέδειξαν πιο θετική στάση απέναντι στον «άλλο » μετά την παρέμβαση . Όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στη «σύγκρουση», η συμμετοχή στην παρέμβαση επέφερε μια μέτρια θετική αλλαγή. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε αντίθεση με τις αρχικές εικασίες, οι μαθητές δεν διατηρούσαν ισχυρές κοσμοθεωρίες βασισμένες στη σύγκρουση ή φανερά αρνητική στάση. Η συνεχιζόμενη παράταση της σύγκρουσης και η ελλιπής παιδαγωγική θεωρούνται ότι έχουν αρνητική επίδραση στην επιτυχή εφαρμογή της προσέγγισης ΚΜ. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για την απομόνωση και εξερεύνηση των προαναφερθέντων παραγόντων με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Η έλλειψη της κοσμοθεωρίας με βάση την επιβίωση ανάμεσα στα παιδιά συμπληρώνει τις πρόσφατες θεωρίες της κοινωνικής ψυχολογικής ανάπτυξης και, επομένως, αντιτάσσεται τη θεωρία του Danesh για την εξέλιξη της κοσμοθεωρίας. ; This dissertation explores the effectiveness of a particular approach to peace education, known as Worldview Transformation (WT) (Danesh & Danesh 2002a, 2002b, 2004b). The WT approach to peace education, in previous experiments, has been shown to be an effective pedagogical model. Following the cessation of violence in Bosnia-Herzegovina (BiH), an educational program, based on the principles of WT was implemented to reconcile past traumas and foster positive attitudes between the Bosniaks, Serbs and Croats. This research sought to test the applicability of the WT approach in the conflict of Cyprus While the cases of Cyprus and BiH retain many similarities, particularly in their ethno-nationalist origins, each conflict however, retains unique dynamics, characteristics and root causes. The results of this research are particularly significant due to the incredibly limited scientific evaluation of in-school peace education programs in Cyprus. While many studies have explored the effectiveness of peace education in overcoming nationalist narratives, increasing empathy, mutual tolerance and respect in the case of Cyprus, they have all been conducted in out-of-school contexts. Furthermore, this research also represents the first exploration of the effectiveness of WT in protracted conflicts generally. An EFP program, similar to that which was utilized in BiH was replicated and implemented in four Greek Cypriot primary school classrooms. Intrinsically motivated volunteer teachers were selected and subsequently trained to understand the principles of WT, as well as how it can be integrated into their classrooms. The EFP program was implemented over the course of one academic semester from January to June 2012. A total of 64 primary school students participated in the EFP program in the intervention group, with 42 students comprising the control groups. Pre and post intervention surveys were given to both groups which were designed to extract their worldviews in accordance with the principles and concepts of WT. Analysis of covariance was utilized to reveal significant differences between the intervention and control groups. Specifically, the older students reported significant change in the perception aspect of their worldview, while the younger students exhibited more positive attitudes toward the 'other' following the intervention. With respect to their attitudes toward 'the conflict', participation in the intervention resulted in a moderately positive change. The results showed that contrary to the initial assumptions, the students did not maintain strong conflict-based worldviews or overtly negative attitudes. The continued protraction of the conflict and a challenging pedagogy are assumed to have a negative effect on the successful application of the WT approach. Further research is needed to isolate and explore the aforementioned factors in greater detail. The lack of survival-based worldview amongst the children complements the recent theories of social psychological development and thus contradict Danesh' theory of worldview progression.
BASE
Essays on structural change, economic takeoffs, and growth volatility ; Μελέτη για τις δομικές αλλαγές, την οικονομική ανάπτυξη και τη διακύμανση της οικονομικής ανάπτυξης
Includes bibliography (p. 175-191). ; Number of sources in the bibliography: 126 ; Thesis (Ph. D.) -- University of Cyprus, Faculty of Economics and Management, Department of Economics, June 2012. ; The University of Cyprus Library holds the printed form of the thesis. ; Το βασικό θέμα αυτής της διατριβής είναι πως οι δομικές αλλαγές στο μακροοικονομικό επίπεδο επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη, όπως επίσης, και τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σε αυτή τη διατριβή εξετάζονται τρία θέματα: Στο Κεφάλαιο Δύο στα πλαίσια μιας μονομεταβλητής και πολυμεταβλητής ανάλυσης εξετάζονται οι ιδιότητες βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών της Κυπριακής Οικονομίας εφαρμόζοντας στατιστικούς ελέγχους που επιτρέπουν την παρουσία ενδογενών και εξωγενών δομικών αλλαγών. Στο Κεφάλαιο Τρία, εξετάζουμε εμπειρικά εάν η κατανομή της γής αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της αειφόρου και μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης, ενώ στο Κεφάλαιο Τέσσερα, αναλύουμε εάν οι χώρες μπορούν να κατανεμηθούν σε ομάδες με βάση τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα εξετάζουμε τους προσδιοριστικούς της παράγοντες. Το Κεφάλαιο Ένα περιλαμβάνει μια συνοπτική ανασκόπηση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από αυτή την ανάλυση. Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η Κυπριακή Οικονομία έχει υποστεί μια πλειάδα εσωτερικών και εξωτερικών σοκ και συνεπώς, στο Κεφάλαιο Δύο, εξετάζουμε την επίδραση αυτών των σοκ σε βασικές μακροοικονομικές μεταβλητές, λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη τόσο ενδογενών όσο και εξωγενών δομικών αλλαγών σε ελέγχους μοναδιαίας ρίζας, όπως αυτοί προτείνονται από την βιβλιογραφία. Εξετάζουμε παράλληλα, την βραχυχρόνια και τη μακροχρόνια σχέση των μεταβλητών λαμβάνοντας υπόψη την παρουσία δομικών αλλαγών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η μηδενική υπόθεση της μοναδιαίας ρίζας δεν απορρίπτεται για όλες τις μεταβλητές, ενώ οι δομικές αλλαγές που εντοπίζονται, συνδέονται με σημαντικές αλλαγές νομισματικής πολιτικής, όπως επίσης και με γεγονότα οικονομικής και πολιτικής φύσεως. Οι δομικές αυτές αλλαγές επηρεάζουν τη βραχυχρόνια σχέση, αλλά όχι τη μακροχρόνια σχέση των μεταβλητών. Πρόσφατες μελέτες στην βιβλιογραφία έχουν αναπτύξει διάφορες θεωρίες όσον αναφορά τις αιτίες που οι χώρες δεν μπορούν να επιτύχουν ένα επίπεδο αειφόρου ανάπτυξης και γενικά για την αποτυχία οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των χωρών. Το Κεφάλαιο Τρία, στηρίζει εμπειρικά μια από αυτές τις θεωρίες: Την (αρχική) ανισότητα όσον αναφορά την κατανομή της γης. Στα πλαίσια αυτά, περιγράφουμε τις οδούς μέσα από τις οποίες η ανισότητα όσον αναφορά την κατανομή της γης επηρεάζει την μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη. Χρησιμοποιώντας ιστορικά στοιχεία για την κατανομή της γής (Frankema (2009)) και εφαρμόζοντας την "Ανάλυση Διάρκειας Ζωής", εξετάζουμε εάν υψηλότερα επίπεδα ανισότητας στη γη, αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη του επιπέδου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα, εξετάζουμε εάν η επιβράδυνση αυτή επηρεάζει την μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη μέσω του επιπέδου εκπαίδευσης σήμερα. Σύμφωνα με τα ευρήματα μας, τα επίπεδα ανισότητας της γής επηρεάζουν αρνητικά τα επίπεδα εκπαίδευσης σήμερα καθώς επίσης, και το μακροχρόνιο προϊόν. Στο Κεφάλαιο Τέσσερα αναλύουμε εάν οι χώρες μπορούν να κατανεμηθούν σε ομάδες με βάση τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα εξετάζουμε τους προσδιοριστικούς της παράγοντες χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο αριθμό χωρών. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιούμε μια μεθοδολογία, την Bayesian Model Averaging and Structural Threshold Regression (STR), που λαμβάνει υπόψη την αβεβαιότητα ως τον προσδιορισμό του μοντέλου (ετερογένεια και ενδογένεια). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι χώρες μπορούν να κατανεμηθούν ως προς τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης αν λάβουμε υπόψη τα επίπεδα του αρχικού κατακεφαλή ΑΕΠ και του δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα, τα επίπεδα των πολιτικών ιδρυμάτων και της δημογραφίας, επηρεάζουν αρνητικά τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης. ; The common theme of my dissertation is how structural changes at the macroeconomic level affect economic growth and growth volatility. In particular my thesis focuses on the following three topics: In Chapter Two we investigate the univariate and the multivariate properties of key macroeconomic variables of the economy of Cyprus using state of the art statistical techniques that allow for structural breaks. In Chapter Three, we examine empirically if initial land inequality is an important determinant of take-off delays and long-run economic performance, while in Chapter Four, we uncover growth volatility regimes and identify their robust determinants. Chapter One includes a brief summary of the results derived from the above topics. It is undisputable the fact that the Cyprus economy, has been subject to a number of substantial internal and external shocks and thus, in Chapter Two we investigate the impact of these shocks on its main macroeconomic time series. We do so drawing upon the large econometric literature that has determined how best to consider exogenous and endogenous breaks in the context of unit root testing. We consider the short-run as well as the long-run relationship between variables in the presence of structural breaks. Our results indicate that the null hypothesis of a unit root cannot be rejected for any of the series examined. The structural breaks found coincide with important, known, policy changes as well as economic and political events. While the short-run inter-relationship among variables is greatly affected by these events, we do not discern long-run effects on these relationships. Recent work in the growth literature has provided various explanations for transition delays and the great divergence. Chapter Three provides empirical support for one theory of transition delays: initial land inequality. Our analysis is designed to elucidate the channels via which land inequality can affect long-run economic performance. Using a new historical data set for land inequality (Frankema (2009)) we employ duration analysis to investigate whether higher levels of land inequality lead to longer delays in the extension of primary schooling. We then investigate whether such delays affect long-run economic performance via their effect on contemporaneous schooling. Our findings suggest that land inequality is a key determinant of delays in schooling, and that such delays have a significant negative impact on long-run output. In Chapter Four we uncover growth volatility regimes and identify their robust determinants using a large international panel of countries. In doing so we propose a novel empirical methodology that allows us to simultaneously deal with model uncertainty, heterogeneity, and endogeneity by unifying two recent econometric techniques: Bayesian Model Averaging and Structural Threshold Regression (STR). We find robust evidence for multiple volatility regimes indexed by levels of initial income and public debt. We also find heterogeneous but negative effects of institutions and demography on volatility across regimes.
BASE
Essays on structural change, economic takeoffs, and growth volatility ; Μελέτη για τις δομικές αλλαγές, την οικονομική ανάπτυξη και τη διακύμανση της οικονομικής ανάπτυξης
Includes bibliography (p. 175-191). ; Number of sources in the bibliography: 126 ; Thesis (Ph. D.) -- University of Cyprus, Faculty of Economics and Management, Department of Economics, June 2012. ; The University of Cyprus Library holds the printed form of the thesis. ; Το βασικό θέμα αυτής της διατριβής είναι πως οι δομικές αλλαγές στο μακροοικονομικό επίπεδο επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη, όπως επίσης, και τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σε αυτή τη διατριβή εξετάζονται τρία θέματα: Στο Κεφάλαιο Δύο στα πλαίσια μιας μονομεταβλητής και πολυμεταβλητής ανάλυσης εξετάζονται οι ιδιότητες βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών της Κυπριακής Οικονομίας εφαρμόζοντας στατιστικούς ελέγχους που επιτρέπουν την παρουσία ενδογενών και εξωγενών δομικών αλλαγών. Στο Κεφάλαιο Τρία, εξετάζουμε εμπειρικά εάν η κατανομή της γής αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της αειφόρου και μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης, ενώ στο Κεφάλαιο Τέσσερα, αναλύουμε εάν οι χώρες μπορούν να κατανεμηθούν σε ομάδες με βάση τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα εξετάζουμε τους προσδιοριστικούς της παράγοντες. Το Κεφάλαιο Ένα περιλαμβάνει μια συνοπτική ανασκόπηση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από αυτή την ανάλυση. Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η Κυπριακή Οικονομία έχει υποστεί μια πλειάδα εσωτερικών και εξωτερικών σοκ και συνεπώς, στο Κεφάλαιο Δύο, εξετάζουμε την επίδραση αυτών των σοκ σε βασικές μακροοικονομικές μεταβλητές, λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη τόσο ενδογενών όσο και εξωγενών δομικών αλλαγών σε ελέγχους μοναδιαίας ρίζας, όπως αυτοί προτείνονται από την βιβλιογραφία. Εξετάζουμε παράλληλα, την βραχυχρόνια και τη μακροχρόνια σχέση των μεταβλητών λαμβάνοντας υπόψη την παρουσία δομικών αλλαγών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η μηδενική υπόθεση της μοναδιαίας ρίζας δεν απορρίπτεται για όλες τις μεταβλητές, ενώ οι δομικές αλλαγές που εντοπίζονται, συνδέονται με σημαντικές αλλαγές νομισματικής πολιτικής, όπως επίσης και με γεγονότα οικονομικής και πολιτικής φύσεως. Οι δομικές αυτές αλλαγές επηρεάζουν τη βραχυχρόνια σχέση, αλλά όχι τη μακροχρόνια σχέση των μεταβλητών. Πρόσφατες μελέτες στην βιβλιογραφία έχουν αναπτύξει διάφορες θεωρίες όσον αναφορά τις αιτίες που οι χώρες δεν μπορούν να επιτύχουν ένα επίπεδο αειφόρου ανάπτυξης και γενικά για την αποτυχία οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των χωρών. Το Κεφάλαιο Τρία, στηρίζει εμπειρικά μια από αυτές τις θεωρίες: Την (αρχική) ανισότητα όσον αναφορά την κατανομή της γης. Στα πλαίσια αυτά, περιγράφουμε τις οδούς μέσα από τις οποίες η ανισότητα όσον αναφορά την κατανομή της γης επηρεάζει την μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη. Χρησιμοποιώντας ιστορικά στοιχεία για την κατανομή της γής (Frankema (2009)) και εφαρμόζοντας την "Ανάλυση Διάρκειας Ζωής", εξετάζουμε εάν υψηλότερα επίπεδα ανισότητας στη γη, αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη του επιπέδου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα, εξετάζουμε εάν η επιβράδυνση αυτή επηρεάζει την μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη μέσω του επιπέδου εκπαίδευσης σήμερα. Σύμφωνα με τα ευρήματα μας, τα επίπεδα ανισότητας της γής επηρεάζουν αρνητικά τα επίπεδα εκπαίδευσης σήμερα καθώς επίσης, και το μακροχρόνιο προϊόν. Στο Κεφάλαιο Τέσσερα αναλύουμε εάν οι χώρες μπορούν να κατανεμηθούν σε ομάδες με βάση τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα εξετάζουμε τους προσδιοριστικούς της παράγοντες χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο αριθμό χωρών. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιούμε μια μεθοδολογία, την Bayesian Model Averaging and Structural Threshold Regression (STR), που λαμβάνει υπόψη την αβεβαιότητα ως τον προσδιορισμό του μοντέλου (ετερογένεια και ενδογένεια). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι χώρες μπορούν να κατανεμηθούν ως προς τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης αν λάβουμε υπόψη τα επίπεδα του αρχικού κατακεφαλή ΑΕΠ και του δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα, τα επίπεδα των πολιτικών ιδρυμάτων και της δημογραφίας, επηρεάζουν αρνητικά τη διακύμανση των ρυθµών οικονοµικής ανάπτυξης. ; The common theme of my dissertation is how structural changes at the macroeconomic level affect economic growth and growth volatility. In particular my thesis focuses on the following three topics: In Chapter Two we investigate the univariate and the multivariate properties of key macroeconomic variables of the economy of Cyprus using state of the art statistical techniques that allow for structural breaks. In Chapter Three, we examine empirically if initial land inequality is an important determinant of take-off delays and long-run economic performance, while in Chapter Four, we uncover growth volatility regimes and identify their robust determinants. Chapter One includes a brief summary of the results derived from the above topics. It is undisputable the fact that the Cyprus economy, has been subject to a number of substantial internal and external shocks and thus, in Chapter Two we investigate the impact of these shocks on its main macroeconomic time series. We do so drawing upon the large econometric literature that has determined how best to consider exogenous and endogenous breaks in the context of unit root testing. We consider the short-run as well as the long-run relationship between variables in the presence of structural breaks. Our results indicate that the null hypothesis of a unit root cannot be rejected for any of the series examined. The structural breaks found coincide with important, known, policy changes as well as economic and political events. While the short-run inter-relationship among variables is greatly affected by these events, we do not discern long-run effects on these relationships. Recent work in the growth literature has provided various explanations for transition delays and the great divergence. Chapter Three provides empirical support for one theory of transition delays: initial land inequality. Our analysis is designed to elucidate the channels via which land inequality can affect long-run economic performance. Using a new historical data set for land inequality (Frankema (2009)) we employ duration analysis to investigate whether higher levels of land inequality lead to longer delays in the extension of primary schooling. We then investigate whether such delays affect long-run economic performance via their effect on contemporaneous schooling. Our findings suggest that land inequality is a key determinant of delays in schooling, and that such delays have a significant negative impact on long-run output. In Chapter Four we uncover growth volatility regimes and identify their robust determinants using a large international panel of countries. In doing so we propose a novel empirical methodology that allows us to simultaneously deal with model uncertainty, heterogeneity, and endogeneity by unifying two recent econometric techniques: Bayesian Model Averaging and Structural Threshold Regression (STR). We find robust evidence for multiple volatility regimes indexed by levels of initial income and public debt. We also find heterogeneous but negative effects of institutions and demography on volatility across regimes.
BASE